συγκρουστήρας

συγκρουστήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο ж.-д. буфер;

§ κράτος- συγκρουστήρας — буферное государство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συγκρουστήρας" в других словарях:

  • συγκρουστήρας — ο, Ν μεταλλικός δίσκος ο οποίος στηρίζεται σε ελατήρια και τοποθετείται, μεμονωμένος ή κατά ζεύγη, στα άκρα τού πλαισίου τών σιδηροδρομικών οχημάτων για να απορροφά τους κραδασμούς κατά την πρόσκρουση τών οχημάτων και για να προσδίδει στη σύνθεση …   Dictionary of Greek

  • ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… …   Dictionary of Greek

  • ταμπόν — το άκλ., και ταμπόνι, το ιού (λ. γαλλ.) 1. τάπα, στούπωμα. 2. συσκευή με απορροφητικό χαρτί, στυπόχαρτο, που ξεραίνει τη νωπή μελάνη. 3. κουτί με ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη, για να μελανώνουμε τη σφραγίδα. 4. συγκρουστήρας βαγονιού,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»